διγενοῦς

διγενοῦς
διγενής
of doubtful sex
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διγενής — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τη Ζάκυνθο. 1. Ανδρέας. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και εργάστηκε για τη διάδοση των ιδεωδών της. Στη διάρκεια του Αγώνα μερίμνησε για τον εφοδιασμό της Πελοποννήσου και του Μεσολογγίου. 2. Γεώργιος.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”